πυγμάχους

πυγμάχους
πύγμαχος
one who fights with the fist
masc acc pl
πυγμάχος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυκτικός — ή, όν, Α [πύκτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην πυγμαχία 2. εξασκημένος στην πυγμαχία 3. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πυγμάχους («πυκτικοὶ πόνοι», Ρούφ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυκτική α) πυγμαχία β) έμπλαστρο κατάλληλο για πυγμάχους. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • PYGMACHI — Graece πυγμάχοι, apud Theocritum in Ἡρακλίσκῳ, ἅτ᾿ εἰς γαῖαν προπεσόντες Πυγμάχοι. Pancratiastae sunt, qui hanc artem habebant ut vincerent velut in terram cadentes ac resupinantes sese; cum pugiles non nisi stantes ac recti certamen peragerent.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • μειλίχη — μειλίχη, ἡ (Α) [μείλιχος] ειδικό για πυγμάχους γάντι από ιμάντες ακατέργαστου βοδινού δέρματος ενισχυμένου με κομμάτια σιδήρου, το οποίο άφηνε ακάλυπτα τα δάκτυλα τού χεριού …   Dictionary of Greek

  • προδείκνυμι — και προδεικνύω Α 1. δείχνω κάτι ως παράδειγμα («τὸν ζωστῆρα προδείξαντα» αφού έδειξε τη χρήση τού ζωστήρα, Ηρόδ.) 2. δείχνω εκ τών προτέρων τί πρόκειται να συμβεί 3. εξηγώ κάτι πρώτος («ὅταν προδείξης οἷον ἐστι τὸ φθονεῑν», Σοφ.) 4. καθιστώ εκ… …   Dictionary of Greek

  • Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Κουταλιανός, Παναγής — (19ος αι.). Αθλητής. Το επώνυμό του προέρχεται από τον τόπο καταγωγής του, το νησί Κούταλη της Προποντίδας. Αρχικά ήταν ναυτικός, αλλά εγκατέλειψε το επάγγελμά του όταν αντιλήφθηκε το μέγεθος της φυσικής του δύναμης. Ως επαγγελματίας αθλητής… …   Dictionary of Greek

  • Παναιτίου, ζωγράφος του- — Ανώνυμος αγγειογράφος του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού, τα έργα του οποίου έχουν μεν την υπογραφή του περίφημου αγγειογράφου Ευφρόνιου (500 460 π.Χ.), αλλά η αγγειογραφία τους αποδίδεται σε αυτόν, θεωρείται βοηθός του Ευφρόνιου, που εκτός από την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”